- προβληματικῶς
- προβληματικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβληματικός — ή, ό / προβληματικός, ή, όν, ΝΑ [πρόβλημα, ατος) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβλημα ή έχει χαρακτήρα προβλήματος νεοελλ. 1. αυτός που μοιάζει με πρόβλημα ή αυτός που προκαλεί προβλήματα, αυτός τού οποίου δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς… … Dictionary of Greek